- εὐεμπτωσία
- εὐεμπτωσίᾱ , εὐεμπτωσίαliabilityfem nom/voc/acc dualεὐεμπτωσίᾱ , εὐεμπτωσίαliabilityfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐεμπτωσίᾳ — εὐεμπτωσίᾱͅ , εὐεμπτωσία liability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεμπτωσία — εὐεμπτωσία, ή (ΑΜ) [ευέμπτωτος] 1. η τάση, η προδιάθεση σε κάτι 2. νόσος στην οποία υπόκεινται συχνά οι άνθρωποι, όπως κρυολογήματα κ.λπ … Dictionary of Greek
εὐεμπτωσίας — εὐεμπτωσίᾱς , εὐεμπτωσία liability fem acc pl εὐεμπτωσίᾱς , εὐεμπτωσία liability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεμπτωσίαι — εὐεμπτωσίᾱͅ , εὐεμπτωσία liability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεμπτωσίαν — εὐεμπτωσίᾱν , εὐεμπτωσία liability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεμπτωσίαις — εὐεμπτωσία liability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)